verja - ορισμός. Τι είναι το verja
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι verja - ορισμός


verja         
Sinónimos
sustantivo
verja         
sust. fem.
Enrejado que sirve de puerta, ventana o cerca. Hoy se aplica más al que sirve como cerca.
verja         
verja (del fr. "verge") f. Estructura de barras o tiras de hierro, a veces formando dibujos, que se emplea para cerramientos, puertas, ventanas, etc. Cancela, rastrillo. Enverjado. *Enrejado. *Valla.

Βικιπαίδεια

Verja
Verja es un elemento arquitectónico usado como cerramiento enrejado o cerca para cerrar, acotar, defender o separar diferentes espacios. Término procedente del francés verge, en el lenguaje coloquial puede utilizarse por cerca, reja o valla.Diccionario de ideas afines Fernando Corripio. Editorial Herder, Barcelona, 1985; p. 891 Su función puede ser doble y muchas veces es mixta: como protección y como adorno.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για verja
1. La reconstrucción de la verja empezará mañana martes.
2. Y los sacos con ramas secas apoyados contra la verja.
3. El agua arrasa el 26 de octubre 80 metros de verja - Efecto llamada.
4. "No habrá israelíes viviendo más allá de la verja", promete el líder de Kadima.
5. La verja está descuidada y oxidada, pese a su evidente valor testimonial.
Τι είναι verja - ορισμός